Κατηγορίες
Προκηρύξεις

Από τη γενική ανεργία, στη γενική απεργία και στην επαναστατική προοπτική

Προκήρυξη για τη γενική απεργία της 15ης Δεκέμβρη


Από τη γενική ανεργία, στη γενική απεργία και στην επαναστατική προοπτική

Ενάντια στην κοινοβουλευτική ολιγαρχία, προς μια άλλη δημοκρατία

«Ο πόλεμος για τον έλεγχο του κόσμου είναι πόλεμος ορισμών… Ο αγώνας ορισμού [ελέγχου των νοημάτων] είναι αγώνας για επιβίωση… Αυτός που πρώτος θα ορίσει το νόημα μιας κατάστασης, επιβάλλει στον άλλο τη δική του πραγματικότητα και τον ορίζει, είναι ο νικητής… Έτσι κυριαρχεί κι επιβιώνει. Εκείνος που ετεροκαθορίζεται, υποτάσσεται, ίσως και να σκοτωθεί.»

Thomas Szasz – «The Second Sin»

Ο Μισελέ, μας έλεγε ο Καστοριάδης, έγραφε στα γεράματα του σχετικά με τη γαλλική επανάσταση: «Την ημέρα εκείνη όλα ήταν δυνατά…, το μέλλον έγινε παρόν…, δεν υπήρχε πια χρόνος, μόνο μια αναλαμπή αιωνιότητας». Όμως δεν μας αρκεί μια νύχτα έρωτα, μας χρειάζεται ολόκληρη ζωή. Στο σημερινό καθεστώς κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας, γιατί περί ολιγαρχίας με μηδενική νομιμοποίηση πρόκειται, καταφαίνεται πλέον η λύσσα της σημερινής κυβέρνησης ενάντια στο κοινωνικό σύνολο.

Το φαινόμενο «δεκέμβρης» κατάφερε να αναδείξει αυτό που μέχρι τότε είχε συγκαλυφθεί: το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά είναι και πρόβλημα νοήματος. Το οικονομικό πρόβλημα είναι μόνο μία πτυχή του όλου, της ολικής δηλαδή θέσμισης των κοινωνιών, και προκύπτει ως πρόβλημα από την έλλειψη δημοκρατίας. Εδώ και τουλάχιστον τέσσερις δεκαετίες βιώνουμε την ανάδυση ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου: του κομφορμιστή, ατομιστή και αποπολιτικοποιημένου καταναλωτή που βρίσκεται σε απάθεια και που δεν έχει καμία αρμοδιότητα να εμπλέκεται στις πολιτικές υποθέσεις (λες και τάχα η πολιτική, η αμφισβήτηση δηλαδή της κοινωνικής θέσμισης που αποσκοπεί στο μετασχηματισμό της κοινωνίας σύμφωνα με τις επιθυμίες της ίδιας της κοινωνίας, είναι δουλειά των δήθεν ειδικών «πολιτικών επιστημόνων»). Αυτή η ανάδυση ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου που αδυνατεί να βρει νόημα πέρα από την κατανάλωση και την απάθεια, είναι η αιτία που μας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ολοένα και μεγαλύτερη υποδούλωση. Γιατί, εν τω μεταξύ, η καπιταλιστική μηχανή επιβάλλει, ελέω απάθειας, ό,τι επιθυμεί προς όφελος μιας χούφτας ανθρώπων. Αν η οικονομία ήταν απλό εργαλείο προς την κοινωνική ευημερία (όπως θα έπρεπε), το οποίο θα ήταν υπό κοινωνικό έλεγχο και κοινωνική αυτοδιεύθυνση της παραγωγής, τότε σίγουρα δεν θα είχαμε φτάσει ως εδώ.

Η κοινή γνώμη έχει κενή γνώμη…

(γιατί αδιαφορεί)

Στη σημερινή συγκυρία, πρώτη προϋπόθεση για το ξεπέρασμα της κατάστασης στην οποία μας έφερε η καπιταλιστική λαίλαπα, είναι να αντιληφθούμε την ουσία της σημερινής (ετερόνομης) θέσμισης: η δήθεν αστική ή κοινοβουλευτική «δημοκρατία» δεν είναι τίποτε άλλο παρά κοινοβουλευτική ολιγαρχία, όπου λίγοι (οι -δήθεν- ειδικοί, οι οποίοι πλέον είναι και οι διανοητικά μετέωροι) αποφασίζουν για τις ζωές όλων μας, χωρίς να έχουμε λόγο εμείς οι ίδιοι για τις ζωές μας και για το δημόσιο χώρο. Το ίδιο συμβαίνει και στους χώρους της εργασίας, όπου μια κάστα τεχνοκρατών διευθύνουν από τα πολυτελή γραφεία τους.

Σήμερα, δεν χρειαζόμαστε την εκδίκηση αλλά τη διεκδίκηση. Μπορούμε να αποφασίζουμε εμείς οι ίδιοι για τις ζωές μας, δημοκρατικά και αυτόνομα. Μακριά από ιεραρχίες, κόμματα, αφεντικά και δούλους, μπορούμε να αποφασίζουμε συνειδητά υπό διαδικασίες (άμεσης) δημοκρατίας. Άλλωστε, κάτι τέτοιο συμβαίνει ούτως ή άλλως, υπόρρητα: οι κοινωνίες δημιουργούν τον τρόπο που υπάρχουν, τις σημασίες τους, αποδίδοντας τες όμως σ’ έναν κάποιο Θεό, σε μια κυριαρχία, στην επιστήμη και πάει λέγοντας. Το ζήτημα είναι να το πράξουμε και συνειδητά. Αυτή η αδιάκοπη κοινωνική διεργασία που σήμερα συντελείται με δραματικό και έντονο τρόπο, η διαδικασία παραγωγής νέων νοημάτων πρέπει να μας οδηγήσει προς ένα μόνο δρόμο: προς μια δημοκρατική επανάσταση.

Τι θα ορίσουμε όμως ως επανάσταση; Αν ορίσουμε, όπως νομίζουμε ότι πρέπει, τη ρητή αλλαγή των θεσμών μιας κοινωνίας με τη συλλογική δράση αυτής της κοινωνίας ή του μεγαλύτερου μέρους της, τότε αυτομάτως μιλάμε για μία διαδικασία όπου οι πολίτες αναλαμβάνουν τις αποφάσεις της δημόσιας ζωής μόνοι τους, ισότιμα και δημοκρατικά. Υπό αυτή την έννοια, διεκδικούμε μια διαδικασία όπου τίποτα δεν θα είναι ιερό, αλλά τα πάντα θα αμφισβητούνται ως κοινωνικές δημιουργίες – αγωνιζόμαστε για μία διαδικασία η οποία δεν θα αποτελεί επιδίωξη κατάληψης της εξουσίας από μια μειοψηφία. Από αυτό, γίνεται ξεκάθαρο ότι επανάσταση δεν σημαίνει το αιματοκύλισμα, αλλά την ποιοτική αλλαγή. Να επιδιώξουμε την κοινωνική επανάσταση: τη συνειδητή επιλογή της αλλαγής του τρόπου θέσμισης της κοινωνίας, όπου οι άνθρωποι θα συνδιαλέγονται αλληλέγγυα και όπου θα κυριαρχεί η γενική βούληση της κοινωνίας· όχι μιας πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας, όπως συμβαίνει τώρα.

Αν μία κοινωνία δεν μπορεί να σώσει η ίδια τον εαυτό της, τότε δεν μπορεί να τη σώσει κανείς επίδοξος «σωτήρας» στο όνομα της. Κι αν προσπαθήσει να το κάνει, τότε σίγουρα θα είναι δικτάτορας…

Από την άποψη αυτή, μια δημοκρατική επανάσταση προϋποθέτει τη συλλογική κατανόηση της σημερινής κατάστασης, του ετερόνομου χαρακτήρα της θέσμισης, του ολιγαρχικού χαρακτήρα της σημερινής εξουσίας και της αξίας μιας άλλης, πραγματικής δημοκρατίας. Μία δημοκρατική επανάσταση δεν θα προϋποθέτει την επιβολή δια της βίας σε κανέναν: θα διέπεται από τη σιωπηρή αποδοχή της επιθυμίας για αυτόνομη δράση της κοινωνίας και των ατόμων με δημοκρατικό τρόπο. Και ο μόνος τρόπος για να την πετύχουμε, είναι η απονοηματοδότηση της σημερινής κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας.

άλλη δημοκρατία

anotherdemocracy.gr

Κατεβάστε την προκήρυξη σε pdf

Κατηγορίες
Κείμενα

Η Μειοψηφία κερδίζει;

«το να μπορείς να εκλέξεις τον αφέντη σου, δεν σημαίνει πως παύουν να υπάρχουν αφέντες και δούλοι».
Herbert Marcuse, Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος

Παρά το εκβιαστικό δίλημμα του ίδιου του πρωθυπουργού την πρώτη εβδομάδα των εκλογών, που ουσιαστικά θέλησε -άκρως «δημοκρατικά»- να υφαρπάξει την ψήφο των πολιτών, στην πρόσφατη εκλογική διαδικασία είδαμε μια πρωτοφανή αμφισβήτηση συνολικά του πολιτικού συστήματος. Και αναφερόμαστε στο πολιτικό σύστημα, διότι ο χαρακτήρας της εν λόγω προεκλογικής περιόδου αφορούσε αποκλειστικά στο ίδιο το πολιτικό σύστημα και τις «δυνάμεις» του και κατ’ ελάχιστο στην αυτοδιοίκηση, τρανταχτή απόδειξη της σημασίας που δίνουν οι κυρίαρχοι αποκλειστικά και μόνο στην επιβίωση τους. Και αν εν τέλει ο πρώτος γύρος των εκλογών τοπικής αυτοδιοίκησης δημιούργησε προβληματισμούς αναφορικά με το ύψιστο – στα επίπεδα του πρωτοφανούς – ποσοστό αποχής εξαιτίας των απειλών του Πρωθυπουργού που μας υπενθυμίζουν την ύπαρξη του παπανδρεϊσμού ως ιδεολόγημα στη χώρα, ο δεύτερος γύρος αντί να «εξομαλύνει» την κατάσταση προς όφελος των δρώντων του πολιτικού παιγνίου, αντιθέτως μετέτρεψε τους προβληματισμούς σε φοβικά σύνδρομα.

Συνολικά το 47,5% του εκλογικού σώματος στον πρώτο γύρο της εκλογικής διαδικασίας, α-ψήφισε μέσω της εκκωφαντικής αποχής του (συν λευκό/άκυρο) τους ωμούς εκβιασμούς και τις περί μονόδρομου διακηρύξεις, τη στιγμή που η «δημοκρατική» κυβέρνηση, είναι τόσο δημοκρατική που νομιμοποιείται -σύμφωνα με το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών- από το 34% των όσων ψήφισαν, ή ακόμη πιο καθαρά από το 18% του συνολικού εκλογικού σώματος. Το αξιοσημείωτο είναι φυσικά πως την δεύτερη εκλογική εβδομάδα παρατηρήθηκε σε αρκετούς δήμους (όπως αυτόν της Θεσσαλονίκης) μια απόλυτη νίκη της αποχής με ποσοστά άνω του 50%. Οι απέχοντες νίκησαν όχι μόνο τους κομματικούς συνδυασμούς, όπως συνέβαινε εδώ και καιρό, αλλά εν τέλει νίκησαν τον ίδιο τον θεσμό των εκλογών της αντιπροσώπευσης και της ανάθεσης εξουσιών. Το πολιτικό σύστημα μετά τα αποτελέσματα και την παράλληλη αύξηση της αποχής, απονομιμοποιήθηκε πολιτικά. Εκτός από ολιγαρχικό, παρόλες τις φανφάρες περί δημοκρατικότητας του σημερινού καθεστώτος, το σύστημα από χτες κατάντησε να μην είναι ούτε καν πλειοψηφικό σε απόλυτους αριθμούς. Η αποχή – και τα λευκά και τα άκυρα – , νίκησαν όποιον επικαλείται τους υπάρχοντες θεσμούς, προκειμένου διαμέσου αυτών να αξιώσει ισχύ εις βάρος άλλων (τον δήμαρχο, το κόμμα, τον περιφερειάρχη).

Αυτό αποδεικνύει πως εν τέλει η αποχή δεν ήταν απλώς μια ακτιβιστική πράξη, όπως θέλουν να ερμηνεύουν οι διάφοροι πολιτικοί παράγοντες, κατά την οποία η κοινωνία απλώς επιθυμεί να ακούσει το «mea culpa» ώστε να επέλθει η κάθαρσις, αλλά είναι εν τέλει μια πολιτική πράξη, μιας και όπως φαίνεται σε επίπεδα σαν τα πρόσφατα, έστω και άρρητα, αποδίδει μια ουσιαστική και υγιή αμφισβήτηση σε έναν ολόκληρο θεσμό που πλαισιώνει ένα απαρχαιωμένο πολιτικό σύστημα. Η κοινωνία δείχνει αφενός να μην αναγνωρίζει τον επίσημο πολιτικό λόγο, αλλά αφετέρου, αυτό οφείλεται στην αδυνατότητα του θεσμού να μετουσιώσει τον λόγο σε πράξη. Κοντολογίς, η «δημιουργία θέσεων εργασίας στο τοπικό επίπεδο», η «ανάπτυξη της πόλης μας», το «δωρεάν ίντερνετ», οι «red roads», οι «λαγοί με πετραχήλια», παραμένουν απλά ένας λόγος ευχολογίου και λαϊκίζουσας γλώσσας για τον εξής και μόνο λόγο: όπως παρατηρεί και ο Γιώργος Οικονόμου στο βιβλίο του Από την Κρίση του Κοινοβουλευτισμού στη Δημοκρατία, δεν υπογράφεται μεταξύ αυτού που εκλέγει και αυτού που εκλέγεται κάποιο συμβόλαιο που να πιστοποιεί τα «συμφωνηθέντα», αλλά και ούτε υπάρχει δυνατότητα καθαίρεσης αν όντως δεν υλοποιηθεί το «πολιτικό σχέδιο» που είχε προαναγγελθεί.

Επομένως οι «αντικειμενικές» έρευνες διαφόρων στατιστικολόγων για χάρη των ΜΜΕ και του lifestyle, που απλώς μετατοπίζουν το πρόβλημα στην ανικανότητα των κομμάτων ή των προσώπων που ενσαρκώνουν τα ιδεώδη τους, ούτε ως «αντικειμενικές» κρίνονται, ούτε καν σαν έρευνες. Με ποιό δικαίωμα μια έρευνα, είναι έρευνα όταν προβάλλει 5 επιλογές, μπροστά σε μία απειρία νοημάτων και καταστάσεων και βαφτίζει αυτές τις επιλογές αντικειμενικές; Προφανώς και μια αγανάχτηση προς τα κόμματα (ή τα πρόσωπα στην περίπτωση της τοπικής αυτοδιοίκησης) από τον κόσμο, αντιστοιχεί στην, και συνδέεται άμεσα (όχι απλώς έμμεσα) με την εκχώρηση της απόλυτης πολιτικής εξουσίας σε αυτά, που εν τέλει τα οδηγεί μετεκλογικά να λαμβάνουν εκ διαμέτρου αντίθετες αποφάσεις από αυτές που είχαν ανακοινώσει προεκλογικά, εφόσον ούτε κάποιος νόμος που τα αναγκάζει να ακολουθήσουν κατά γράμμα την προεκλογική τους εκστρατεία υπάρχει, ούτε νομικές κυρώσεις.

Η απεμπόληση των υποχρεώσεων των αντιπροσώπων και η ανευθυνότητα τους, αποδεικνύουν ευθύς εξαρχής πως το υπάρχον πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να θεωρείται ούτε κατά διάνοια δημοκρατικό, εφόσον αρχές όπως της πλειοψηφίας και της ισονομίας δεν υφίστανται θεσμικά. Αλλά θα εξακολουθούσε να μην είναι δημοκρατικό ακόμα και αν τα κόμματα (εν προκειμένω αυτά που βρίσκονται στην εξουσία) απολάμβαναν την εμπιστοσύνη του πλειοψηφούντος τμήματος της κοινωνίας, μιας και τυγχάνει υπό το σημερινό καθεστώς να μην υφίσταται η «κυριαρχία» του «δήμου» (δημο – κρατία), δηλαδή η λήψη αποφάσεων απευθείας από τους πολίτες.

«Η εξουσία φθείρει, η απόλυτη εξουσία φθείρει απόλυτα» όπως θα ‘λεγε και ο λόρδος Acton, επομένως δεν τίθεται απλώς και μόνο ένα ζήτημα αλλαγής των σαθρών προσώπων, των λαοπλάνων και των ραδιούργων, από καθαρά υποκείμενα που δεν θα είναι εμποτισμένα από αυτές τις νοοτροπίες και τα κοινωνικά νοήματα, αλλά προκύπτουν ζητήματα πιο βαθιά, όπως η ουσιαστική ρήξη με το υπάρχον αξίζειν/ισχύειν και η δημιουργία μιας νέας σχέσης εξουσίας μεταξύ των πολιτών δικαιότερη και πιο ηθική.

Αυτό το διαφορετικό αξίζειν/ισχύειν είναι κοινωνική υπόθεση και όχι υπόθεση φατριών και διαφόρων ελίτ, και ως κοινωνική υπόθεση θα εκχωρήσει την πολιτική εξουσία πραγματικά στο δήμο μέσω λαϊκών συνελεύσεων και όχι σε λίγους ψευδο-ειδικούς και ψευδο-τεχνοκράτες που θα ομιλούν εξ’ονόματος του, προκειμένου να ακούγονται και να λύνονται όλα τα προβλήματα και να μην υπάρχει διαχωρισμός σε σημαντικά και εργαλειακά προβλήματα από τα διάφορα γραφεία που πλαισιώνουν το εξουσιαστικό κέντρο. Αυτό αναπόφευκτα οδηγεί στην: δημιουργία νέων μορφών διοίκησης, σε σημείο όπου η αυτοδιοίκηση αλλάζει νόημα και κυρίως το σημερινό της νόημα όπου υπάρχει η τάση να μην αντιμετωπίζονται τα προβλήματα ως θεσμικά αλλά απλώς ως ανικανότητα των ανθρώπων, ή για να είμαστε πιο ακριβείς επανοικειοποιείται το πραγματικό της νόημα, όπου η αυτό-διοίκηση στο δημοτικό επίπεδο γίνεται υπόθεση δημοτών και όχι δημάρχων . Μ’ αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται η παράλληλη μετατροπή των «αντιπροσώπων» στο τοπικό επίπεδο που λαμβάνουν όλη την εξουσία μέσω των τοπικών εκλογών, από «εκπροσώπους», δηλαδή η μετατροπή τους από ένα κέντρο αποφάσεων για τα ζητήματα των άλλων (δηλαδή όλων), σε ένα απλό εκτελεστικό όργανο που θα υλοποιεί τις αποφάσεις της γενικής συνέλευσης, με τις όποιες κυρώσεις θα μπορεί να φέρει η μη τήρηση των.

Επομένως επανερχόμενοι στο αρχικό ερώτημα αν έχουμε δημοκρατία, οφείλουμε να πούμε πως για εμάς, η δημοκρατία νοείται μόνο ως μια συνεχής διαδικασία που είναι προϊόν κοινής, συλλογικής και ρητής δράσης αμφισβήτησης ενός μέρους ή και ολόκληρου του τρόπου θέσμισης της κοινωνίας. Και ταυτοχρόνως είναι ένα πολίτευμα που μπορεί να αντικαταστήσει τους υπάρχοντες σάπιους θεσμούς. Είναι δηλαδή ένα καθεστώς που ευνοεί τις συλλογικές διαδικασίες να ευδοκιμήσουν. Προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να κινηθεί μόνη της η ίδια η κοινωνία βρίσκοντας τους τρόπους για να το πετύχει, χωρίς να χρειάζεται κανένα κόμμα, πολιτικό, ή μεσσία. Μπορούμε όμως, καταρχάς, να στραφούμε από τώρα στην οικοδόμηση μιας δημοκρατίας στο δημοτικό πεδίο, όπου αυτοοργανωμένα θα αποφασίζουμε συλλογικά για τα όσα μας αφορούν. Μακριά από κράτη, αστυνομίες, κόμματα και διευθύνοντες που θα μας επιβάλλονται.

Αν μία κοινωνία δεν μπορεί να σώσει η ίδια τον εαυτό της, τότε δεν μπορεί να τη σώσει κανείς επίδοξος «σωτήρας» στο όνομα της. Κι αν προσπαθήσει να το κάνει, τότε σίγουρα θα είναι δικτάτορας…
Σ’αυτό το σημείο καμπής, αναδύεται ένα σαφές μήνυμα:

ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ
ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ